- ναυλοδόκος
- ναυλοδόκος, ὁ,A receiver of freights, Ostr.1477 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυλοδόκος — και ναυλοδόχος, ὁ (Α) αυτός που εισπράττει ναύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦλος / ναῦλον + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος / δόχος] … Dictionary of Greek
ναυλομάχος — ναυλομάχος, ὁ (Α) παρωνύμιο τού ναυλοδόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦλος / ναῦλον + μάχος (< μάχομαι)] … Dictionary of Greek